υποθράττω

υποθράττω
Α
(απ. τ.) (συγκεκομμένος τ.) βλ. ὑποταράσσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑποθράττει — ὑποθράττω pres ind mp 2nd sg (attic) ὑποθράττω pres ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέθραττον — ὑποθράττω imperf ind act 3rd pl (attic) ὑποθράττω imperf ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθραττόμενος — ὑποθράττω pres part mp masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθράττουσαι — ὑποθράττω pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέθραττε — ὑποθράττω imperf ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέθραττεν — ὑποθράττω imperf ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποταράσσω — ΜΑ, και αττ. τ. ὑποταράττω και συγκεκομμένος τ. ὑποθράττω Α [ταράσσω / ταράττω] ταράζω, ενοχλώ (α. «τοῡ βασιλείου ἵππου ὑποταραχθέντος», Θεοφάν. Σιμ. β. «ἡνίκα Κλέων μ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”